- εὔκολλος
- εὔκολλ-ος, ον, ([etym.] κόλλα)A gluing well, sticky,
ἰκμάς AP6.109
(Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰκμάς AP6.109
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
εὔκολλον — εὔκολλος gluing well masc/fem acc sg εὔκολλος gluing well neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek